ξενότροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενότροπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαξενότροπος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει ή μιμείται ξενική συμπεριφορά και ήθη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενότροπος
|
ξενότροπος, -η, -ο
|