Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξάνθισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξάνθισμα
τα
ξανθίσμα
τ
α
γενική
του
ξανθίσμα
τ
ος
των
ξανθισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξάνθισμα
τα
ξανθίσμα
τ
α
κλητική
ξάνθισμα
ξανθίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξάνθισμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξάνθισμα
ουδέτερο
το να γίνεται κάποιος ή κάτι
ξανθός
, μόνος του ή με
βαφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξάνθισμα
γαλλικά
:
blondissement
(fr)