ξηροφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηροφαγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξηροφαγία < ξηροφαγῶ, -έω < αρχαία ελληνική ξηρός ξηρο- + -φαγία. Συγκρίνετε με το ξεροφαγία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.ɾo.faˈʝi.a/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tiŋ‿ɡzi.ɾo.faˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξη‐ρο‐φα‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξηροφαγία θηλυκό
- το να τρώει κανείς ξηρά τροφή, πρόχειρο γεύμα κι όχι μαγειρεμένο φαγητό
- (ειδικότερα) δίαιτα με ξηρά τροφή και αποφυγή των υγρών
- (κατ’ επέκταση) νηστεία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξηροφαγία
|
Πηγές
επεξεργασία- ξεροφαγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ξηροφαγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηροφαγία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξηροφαγία < ξηροφαγῶ < αρχαία ελληνική ξηρός ξηρο- + -φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξηροφαγία θηλυκό
- (για νηστεία) τρώω ξηρά τροφή, → δείτε ξηροφαγία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξηροφαγίζω, ξηροφαγῶ → δείτε και τη λέξη ξηροσιτῶ
- ξηροφαγίσιμος
→ και δείτε τις λέξεις ξηρός και τρώω
Πηγές
επεξεργασία- ξηροφαγία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ξηροφαγίᾱ | αἱ | ξηροφαγίαι | ||||
γενική | τῆς | ξηροφαγίᾱς | τῶν | ξηροφαγιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ξηροφαγίᾳ | ταῖς | ξηροφαγίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ξηροφαγίᾱν | τὰς | ξηροφαγίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ξηροφαγίᾱ | ξηροφαγίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξηροφαγίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ξηροφαγίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηροφαγία (ελληνιστική κοινή) < ξηροφαγ(ῶ, -έω) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική ξηρός, ξηρο- + -φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξηροφαγία, -ας θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ξηροφαγία
- το να τρώει κανείς ξηρά τροφή
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 79 113b @perseus.tufts.edu
- Ὁ ἀρτοπτίκιος ἄρτος καλούμενος κλιβανικίου καὶ φουρνακίου διαφέρει. Ἐὰν δ’ ἐκ σκληρᾶς ζύμης ἐργάζῃ αὐτόν, ἔσται καὶ λαμπρὸς καὶ εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 79 113b @perseus.tufts.edu
- το να τρώει κανείς ωμά χόρτα ή λαχανικά
- το να τρώει κανείς ξηρά τροφή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ξηρός και τρώγω
Απόγονοι
επεξεργασίαξηροφαγία (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- ξηροφαγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.