↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηροφαγία οι ξηροφαγίες
      γενική της ξηροφαγίας των ξηροφαγιών
    αιτιατική την ξηροφαγία τις ξηροφαγίες
     κλητική ξηροφαγία ξηροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηροφαγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξηροφαγία < ξηροφαγῶ, -έω < αρχαία ελληνική ξηρός ξηρο- + -φαγία. Συγκρίνετε με το ξεροφαγία.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksi.ɾo.faˈʝi.a/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tiŋ‿ɡzi.ɾo.faˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξη‐ρο‐φα‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηροφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κανείς ξηρά τροφή, πρόχειρο γεύμα κι όχι μαγειρεμένο φαγητό
  2. (ειδικότερα) δίαιτα με ξηρά τροφή και αποφυγή των υγρών
  3. (κατ’ επέκταση) νηστεία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηροφαγία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξηροφαγία < ξηροφαγῶ < αρχαία ελληνική ξηρός ξηρο- + -φαγία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηροφαγία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ξηρός και τρώω



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξηροφαγί αἱ ξηροφαγίαι
      γενική τῆς ξηροφαγίᾱς τῶν ξηροφαγιῶν
      δοτική τῇ ξηροφαγί ταῖς ξηροφαγίαις
    αιτιατική τὴν ξηροφαγίᾱν τὰς ξηροφαγίᾱς
     κλητική ! ξηροφαγί ξηροφαγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξηροφαγί
γεν-δοτ τοῖν  ξηροφαγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηροφαγία (ελληνιστική κοινή) < ξηροφαγ(ῶ, -έω) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική ξηρός, ξηρο- + -φαγία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηροφαγία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ξηρός και τρώγω

Απόγονοι

επεξεργασία

ξηροφαγία (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: ξηροφαγία
νέα ελληνικά: ξηροφαγία
μεσαιωνικά ελληνικά: ξεροφαγία
νέα ελληνικά: ξεροφαγία
μεσαιωνικά ελληνικά: ξεροφαγιά
κρητικά: ξεροφαγιά