Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεναπατία < ξεναπάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεναπατία αρσενικό

  • η απάτη εις βάρος ξένου ή φιλοξενούμενου

Συγγενικά επεξεργασία