Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεναπατία < ξεναπάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεναπατία αρσενικό

  • η απάτη εις βάρος ξένου ή φιλοξενούμενου

Συγγενικά

επεξεργασία