ξεναπάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ξενπᾰπᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ξεναπάτης | οἱ | ξεναπάται | |
γενική | τοῦ | ξεναπάτου | τῶν | ξεναπατῶν | |
δοτική | τῷ | ξεναπάτῃ | τοῖς | ξεναπάταις | |
αιτιατική | τὸν | ξεναπάτην | τοὺς | ξεναπάτᾱς | |
κλητική ὦ! | ξεναπάτᾰ | ξεναπάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξεναπάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ξεναπάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξεναπάτης [ξενπᾰπᾰτης] αρσενικό και ξειναπάτης
- που εξαπατά τους ξένους
- ※ Μήδεια: τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων, τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου; (Ευριπίδης, Μήδεια, 1392)
- και ποιος θεός ή δαίμονας θα ακούσει εσένα, που πάτησες τον όρκο σου και γέλασες μια ξένη;
- ※ Μήδεια: τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων, τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου; (Ευριπίδης, Μήδεια, 1392)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ξεναπάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξεναπάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.