↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ξενπᾰπᾰτα-
ονομαστική ξεναπάτης οἱ ξεναπάται
      γενική τοῦ ξεναπάτου τῶν ξεναπατῶν
      δοτική τῷ ξεναπάτ τοῖς ξεναπάταις
    αιτιατική τὸν ξεναπάτην τοὺς ξεναπάτᾱς
     κλητική ! ξεναπάτ ξεναπάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξεναπάτ
γεν-δοτ τοῖν  ξεναπάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεναπάτης < (ξένος) ξεν- + ἀπατάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεναπάτης [ξενπᾰπᾰτης] αρσενικό και ξειναπάτης

  • που εξαπατά τους ξένους
    ※  Μήδεια: τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων, τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου; (Ευριπίδης, Μήδεια, 1392)
    και ποιος θεός ή δαίμονας θα ακούσει εσένα, που πάτησες τον όρκο σου και γέλασες μια ξένη;

Συγγενικά

επεξεργασία