Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξάνσις < ξαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξάνσις θηλυκό (γενική: της ξάνσεως)

  Μεταφράσεις επεξεργασία