ξιφουλκέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιφουλκέω < αρχαία ελληνική ξιφουλκός < ξῐ́φος + ἕλκω
Ρήμα
επεξεργασίαξιφουλκέω
- (ελληνιστική κοινή) ξιφουλκώ
- Ὁ δὲ οὐ βουλόμενος στρατεύεσθαι προσποιεῖται μανίαν. Παλαμήδης δὲ ὁ Ναυπλίου ἤλεγξε τὴν μανίαν ψευδῆ, καὶ προσποιησαμένῳ μεμηνέναι παρηκολούθει· ἁρπάσας δὲ Τηλέμαχον ἐκ τοῦ κόλπου τῆς Πηνελόπης ὡς κτενῶν ἐξιφούλκει. Ὀδυσσεὺς δὲ περὶ τοῦ παιδὸς εὐλαβηθεὶς ὡμολόγησε τὴν προσποίητον μανίαν καὶ στρατεύεται. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκης Επιτομή, 3, 7)