→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ξιφουλκός τὸ ξιφουλκόν
      γενική τοῦ/τῆς ξιφουλκοῦ τοῦ ξιφουλκοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ξιφουλκ τῷ ξιφουλκ
    αιτιατική τὸν/τὴν ξιφουλκόν τὸ ξιφουλκόν
     κλητική ! ξιφουλκέ ξιφουλκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ξιφουλκοί τὰ ξιφουλκᾰ́
      γενική τῶν ξιφουλκῶν τῶν ξιφουλκῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ξιφουλκοῖς τοῖς ξιφουλκοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ξιφουλκούς τὰ ξιφουλκᾰ́
     κλητική ! ξιφουλκοί ξιφουλκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ξιφουλκώ τὼ ξιφουλκώ
      γεν-δοτ τοῖν ξιφουλκοῖν τοῖν ξιφουλκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξιφουλκός < ξῐ́φος + -ουλκός (ἕλκω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ξιφουλκός, -ός, -όν