ξυλοσχίστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυλοσχίστης < ελληνιστική κοινή ξυλοσχίστης < αρχαία ελληνική ξύλον + σχίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.loˈsçi.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λο‐σχί‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυλοσχίστης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) κάποιος που σχίζει / κόβει ξύλα
- (μεταφορικά) ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος
- (μεταφορικά) αγράμματος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξυλοσχίστης
|