Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλοσχίστης οι ξυλοσχίστες
      γενική του ξυλοσχίστη των ξυλοσχιστών
    αιτιατική τον ξυλοσχίστη τους ξυλοσχίστες
     κλητική ξυλοσχίστη ξυλοσχίστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλοσχίστης < ελληνιστική κοινή ξυλοσχίστης < αρχαία ελληνική ξύλον + σχίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.loˈsçi.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λο‐σχί‐στης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλοσχίστης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) κάποιος που σχίζει / κόβει ξύλα
  2. (μεταφορικά) ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος
  3. (μεταφορικά) αγράμματος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία