Ξέρξης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ξέρξης | ||
γενική | του | Ξέρξη | ||
αιτιατική | τον | Ξέρξη | ||
κλητική | Ξέρξη | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ξέρξης < αρχαία ελληνική Ξέρξης < αρχαία περσική 𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠 (x-š-y-a-r-š-a /Xšayāršā/) < *Xšayā-ṛšān- (άρχων των ηρώων)[1] < *xšay- (άρχω) + *ṛšān- (ήρωας)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkser.ksis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξέρ‐ξης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ξέρξης αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ξέρξης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ξέρξης | ||
γενική | τοῦ | Ξέρξου | ||
δοτική | τῷ | Ξέρξῃ | ||
αιτιατική | τὸν | Ξέρξην | ||
κλητική ὦ! | Ξέρξη | |||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ξέρξης αρσενικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- 1 2 Jan Tavernier, Iranica in the Achaemenid Period (ca. 550–330 B.C.): Lexicon of Old Iranian Proper Names and Loanwords, Attested in Non-Iranian Texts, Peeters Publishers, Leuven 2007, ISBN 9789042918337, σελ. 23–24