ξανθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανθίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξανθίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανθίζω | ξάνθιζα | θα ξανθίζω | να ξανθίζω | ξανθίζοντας | |
β' ενικ. | ξανθίζεις | ξάνθιζες | θα ξανθίζεις | να ξανθίζεις | ξάνθιζε | |
γ' ενικ. | ξανθίζει | ξάνθιζε | θα ξανθίζει | να ξανθίζει | ||
α' πληθ. | ξανθίζουμε | ξανθίζαμε | θα ξανθίζουμε | να ξανθίζουμε | ||
β' πληθ. | ξανθίζετε | ξανθίζατε | θα ξανθίζετε | να ξανθίζετε | ξανθίζετε | |
γ' πληθ. | ξανθίζουν(ε) | ξάνθιζαν ξανθίζαν(ε) |
θα ξανθίζουν(ε) | να ξανθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάνθισα | θα ξανθίσω | να ξανθίσω | ξανθίσει | ||
β' ενικ. | ξάνθισες | θα ξανθίσεις | να ξανθίσεις | ξάνθισε | ||
γ' ενικ. | ξάνθισε | θα ξανθίσει | να ξανθίσει | |||
α' πληθ. | ξανθίσαμε | θα ξανθίσουμε | να ξανθίσουμε | |||
β' πληθ. | ξανθίσατε | θα ξανθίσετε | να ξανθίσετε | ξανθίστε | ||
γ' πληθ. | ξάνθισαν ξανθίσαν(ε) |
θα ξανθίσουν(ε) | να ξανθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανθίσει | είχα ξανθίσει | θα έχω ξανθίσει | να έχω ξανθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανθίσει | είχες ξανθίσει | θα έχεις ξανθίσει | να έχεις ξανθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανθίσει | είχε ξανθίσει | θα έχει ξανθίσει | να έχει ξανθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανθίσει | είχαμε ξανθίσει | θα έχουμε ξανθίσει | να έχουμε ξανθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανθίσει | είχατε ξανθίσει | θα έχετε ξανθίσει | να έχετε ξανθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανθίσει | είχαν ξανθίσει | θα έχουν ξανθίσει | να έχουν ξανθίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανθίζω
→ δείτε τη λέξη ξανθαίνω |