Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθαίνω < λείπει η ετυμολογία

ξανθαίνω και ξανθίζω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ξανθός
  2. (μεταβατικό) δίνω ξανθό χρώμα με βαφή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία