Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξανθαίνω και ξανθίζω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ξανθός
  2. (μεταβατικό) δίνω ξανθό χρώμα με βαφή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία