ξυλοσπόγγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ξυλοσπόγγιον | τὰ | ξυλοσπόγγιᾰ |
γενική | τοῦ | ξυλοσπογγίου | τῶν | ξυλοσπογγίων |
δοτική | τῷ | ξυλοσπογγίῳ | τοῖς | ξυλοσπογγίοις |
αιτιατική | τὸ | ξυλοσπόγγιον | τὰ | ξυλοσπόγγιᾰ |
κλητική ὦ! | ξυλοσπόγγιον | ξυλοσπόγγιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξυλοσπογγίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξυλοσπογγίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξυλοσπόγγιον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Xylospongium στην αγγλική Βικιπαίδεια