ξέσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέσμα | τα | ξέσματα |
γενική | του | ξέσματος | των | ξεσμάτων |
αιτιατική | το | ξέσμα | τα | ξέσματα |
κλητική | ξέσμα | ξέσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξέσμα < ελληνιστική κοινή ξέσμα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξέσμα ουδέτερο
- οτιδήποτε έχει ξυστεί ή σβηστεί
- (ειδικότερα, ιατρική) τμήμα ιστού του ανθρώπινου σώματος το οποίο αφαιρείται με απόξεση
- ※ Με την έγγραφη συγκατάθεση των γονιών των παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη συλλέχθηκε ξέσμα από την περιοχή της βλάβης από το οποίο απομονώθηκε γενετικό υλικό του ιού HPV προκειμένου να γίνει η ταυτοποίηση.
- Γιαννάκη, Μαρία (2013), Προσδιορισμός γονότυπου HPV ιού στο δέρμα των παιδιών με τη μοριακή τεχνική άμεσης ανάλυσης αλληλουχιών DNA (Direct Sequencing Analysis). Συσχέτιση γονότυπου με την κλινική προσβολή, τον τρόπο μετάδοσης και την ηλικία, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
- ※ Με την έγγραφη συγκατάθεση των γονιών των παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη συλλέχθηκε ξέσμα από την περιοχή της βλάβης από το οποίο απομονώθηκε γενετικό υλικό του ιού HPV προκειμένου να γίνει η ταυτοποίηση.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξέσμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξέσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ξέσμᾰ | τὰ | ξέσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ξέσμᾰτος | τῶν | ξεσμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ξέσμᾰτῐ | τοῖς | ξέσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ξέσμᾰ | τὰ | ξέσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ξέσμᾰ | ξέσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξέσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ξεσμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξέσμα < αρχαία ελληνική ξέω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξέσμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το ξόανο
Πηγές επεξεργασία
- ξέσμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξέσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.