Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξενοφάνης < αρχαία ελληνική Ξενοφάνης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξενοφάνης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ξενοφᾰνεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Ξενοφάνης οἱ Ξενοφάναι1
      γενική τοῦ Ξενοφάνους τῶν Ξενοφανῶν
      δοτική τῷ Ξενοφάνει τοῖς Ξενοφάναις
    αιτιατική τὸν Ξενοφάνη
Ξενοφάνην1
τοὺς Ξενοφάνᾱς
     κλητική ! Ξενόφανες Ξενοφάναι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξενοφάνης < ξενο- + -φάνης (φαίνω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξενοφάνης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία