ξένιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξένιος < αρχαία ελληνική ξένιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ξένιος, ξενία, ξένιο
- επιθετο του Δία σε ό,τι αφορούσε την φιλοξενία αλλά και τον θεό που πίστευαν οι ξένοι
- (παρωχημένο) ο ξενικός
- (δίκτυο υπολογιστών) host: ο κόμβος (node), που είναι υπολογιστής (πχ. τερματικό χρήστη, τάμπλετ, έξυπνο τηλέφωνο, κλπ) και όχι άλλη συσκευή υποστήριξης δικτύου (μεταγωγέας, δρομολογητής, κλπ). Ο υπολογιστής που τα προγράμματά του δεν αφορούν την λειτουργία του ίδιου του δικτύου, αλλά εξυπηρετούν τους χρήστες και γιαυτό είναι «ξενικός» ως προς το δίκτυο
- ≈ συνώνυμα: (στο διαδίκτυο) ακραίο σύστημα[1]
- υπερώνυμο: κόμβος (node)
- υπώνυμα: εξυπηρετητής (server), ξενιστής (host), τερματικό (terminal), πελάτης (client), τερματική συσκευή δεδομένων (DTE)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξένιος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξένιος < ξένος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ξένιος ξενία, ξένιον αλλά και διγενές ξένιος,ος,ον
- επίθετο του Δία, απαντά και ξείνιος
- Ζεὺς δ᾿ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ. ( τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος. για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη)
- ο σχετικός με τη φιλοξενία, τα δικαιώματα των ξένων
- η φιλία, ο σχετικός με τη φιλία
- ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, ξενίη τε τράπεζα, ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω: (Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο)
- ο πληθυντικός του ουδετέρου, τα ξένια και τα ξείνια ήταν το φαγητό, ποτό, δώρα που προσέφραν στον φιλοξενούμενο, όσα του έδιναν για να τον φιλέψουν
- ο ξένος, η ξένη χώρα
- ἐπὶ ξενίας γης
Επεξεργασία
- ξενία, που ουσιαστικοποιήθηκε (φιλοξενία), ξενοσύνη
- ξενίζω και ξενόω
- ξένισις και ξενισμός η παροχή φιλοξενίας
- ξένωσις (ο νεωτερισμός)
- ξενικός,ή,όν
- ξενιτεία και ξενιτεύω
- ξενόεις, ξενόεσσα, ξενόεν
- ξενών
Επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) What is the difference between a host and an end system?. Πρόσβαση 2020-04-23