Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεναγία οι ξεναγίες
      γενική της ξεναγίας
    αιτιατική την ξεναγία τις ξεναγίες
     κλητική ξεναγία ξεναγίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεναγία < λέξη της καθαρεύουσας για την ξενάγηση, όπως και η ξενάγησις < αρχαία ελληνική ξεναγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεναγία θηλυκό

  1. η ξενάγηση
  1. → δείτε τη λέξη ξενάγηση

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεναγία < ξεναγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεναγία

  • το αξίωμα του ξεναγού, που ήταν ο επικεφαλής των μισθοφορικών ή ξένων στρατευμάτων


Συγγενικά επεξεργασία