Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυνός η ξυνή το ξυνό
      γενική του ξυνού της ξυνής του ξυνού
    αιτιατική τον ξυνό την ξυνή το ξυνό
     κλητική ξυνέ ξυνή ξυνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυνοί οι ξυνές τα ξυνά
      γενική των ξυνών των ξυνών των ξυνών
    αιτιατική τους ξυνούς τις ξυνές τα ξυνά
     κλητική ξυνοί ξυνές ξυνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυνός < ξινός (με παρετυμολόγηση από το οξύς)

  Επίθετο επεξεργασία

ξυνός


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ξυνός ξυνή τὸ ξυνόν
      γενική τοῦ ξυνοῦ τῆς ξυνῆς τοῦ ξυνοῦ
      δοτική τῷ ξυν τῇ ξυν τῷ ξυν
    αιτιατική τὸν ξυνόν τὴν ξυνήν τὸ ξυνόν
     κλητική ! ξυνέ ξυνή ξυνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ξυνοί αἱ ξυναί τὰ ξυνᾰ́
      γενική τῶν ξυνῶν τῶν ξυνῶν τῶν ξυνῶν
      δοτική τοῖς ξυνοῖς ταῖς ξυναῖς τοῖς ξυνοῖς
    αιτιατική τοὺς ξυνούς τὰς ξυνᾱ́ς τὰ ξυνᾰ́
     κλητική ! ξυνοί ξυναί ξυνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ξυνώ τὼ ξυνᾱ́ τὼ ξυνώ
      γεν-δοτ τοῖν ξυνοῖν τοῖν ξυναῖν τοῖν ξυνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυνός < ξύν + -ος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ξυνός, -ή, -όν

  1. ιωνικός τύπος του κοινός: κοινός, δημόσιος
  2. που αφορά το κοινό καλό ή γίνεται γι' αυτό
  3. ίδιος
  4. σύμμαχος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.