↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανιφέστο τα μανιφέστα
      γενική του μανιφέστου των μανιφέστων
    αιτιατική το μανιφέστο τα μανιφέστα
     κλητική μανιφέστο μανιφέστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανιφέστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική manifesto < manifestare (εκθέτω, παρουσιάζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.niˈfe.sto/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανιφέστο ουδέτερο

  • γραπτή διακήρυξη πολιτικού, κοινωνικού ή καλλιτεχνικού περιεχομένου, όπου αναφέρονται οι βασικές αρχές ενός κινήματος ή εκφράζονται διαμαρτυρίες για μια δύσκολη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βγάζω μανιφέστο : παρουσιάζω με έντονο τρόπο τις απόψεις μου υπέρ ή κατά ενός ζητήματος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία