μανιφέστο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανιφέστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική manifesto < manifestare (εκθέτω, παρουσιάζω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.niˈfe.sto/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανιφέστο ουδέτερο
- γραπτή διακήρυξη πολιτικού, κοινωνικού ή καλλιτεχνικού περιεχομένου, όπου αναφέρονται οι βασικές αρχές ενός κινήματος ή εκφράζονται διαμαρτυρίες για μια δύσκολη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί
Εκφράσεις επεξεργασία
- βγάζω μανιφέστο : παρουσιάζω με έντονο τρόπο τις απόψεις μου υπέρ ή κατά ενός ζητήματος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μανιφέστο στη Βικιπαίδεια