ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξηρόβηξ οἱ ξηρόβηχες
      γενική τοῦ ξηρόβηχος τῶν ξηροβήχων
      δοτική τῷ ξηρόβηχ τοῖς ξηρόβηξ(ν)
    αιτιατική τὸν ξηρόβηχ τοὺς ξηρόβηχᾰς
     κλητική ! ξηρόβηξ ξηρόβηχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξηρόβηχε
γεν-δοτ τοῖν  ξηροβήχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηρόβηξ < ξηρ(ός) + -ο- + βήξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξηρόβηξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)