Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βήξ < βήσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βήξ αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία