βήξιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βήξιμο | τα | βηξίματα |
γενική | του | βηξίματος | των | βηξιμάτων |
αιτιατική | το | βήξιμο | τα | βηξίματα |
κλητική | βήξιμο | βηξίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβήξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του βήχω
- ο σύντομος ήχος που ακούγεται όταν κάποιος βήχει για μια φορά ή υποκρίνεται ότι βήχει