Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cough coughs

cough (en)

  • ο βήχας, το βήξιμο
    ⮡  a dry/persistent cough - ξερός/επίμονος βήχας
    ⮡  cough syrup/drops - σιρόπι/παστίλιες για το βήχα
    ⮡  I heard a loud cough.
    Άκουσα ένα δυνατό βήχα.
    ⮡  A loud cough gave away his presence.
    Ένα δυνατό βήξιμο πρόδωσε την παρουσία του.
ενεστώτας cough
γ΄ ενικό ενεστώτα coughs
αόριστος coughed
παθητική μετοχή coughed
ενεργητική μετοχή coughing

cough (en)

  • (αμετάβατο) βήχω
    ⮡  I am congested and coughing non-stop.
    Είμαι συναχωμένος και βήχω συνέχεια.