coughing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ο βήχας, η ενέργεια ή ο ήχος του να βήχω
- ↪ Coughing is a typical symptom of the whooping cough.
- Ο βήχας είναι τυπικό σύμπτωμα του κοκίτη.
- ↪ Coughing is a typical symptom of the whooping cough.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcoughing (en)