Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκλίνων
αποκλίνοντας
η αποκλίνουσα το αποκλίνον
      γενική του αποκλίνοντος
αποκλίνοντα
της αποκλίνουσας
αποκλινούσης*
του αποκλίνοντος
    αιτιατική τον αποκλίνοντα την αποκλίνουσα το αποκλίνον
     κλητική αποκλίνων
αποκλίνοντα
αποκλίνουσα αποκλίνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκλίνοντες οι αποκλίνουσες τα αποκλίνοντα
      γενική των αποκλινόντων των αποκλινουσών των αποκλινόντων
    αιτιατική τους αποκλίνοντες τις αποκλίνουσες τα αποκλίνοντα
     κλητική αποκλίνοντες αποκλίνουσες αποκλίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκλίνων < από το αρχαίο ρήμα ἀποκλίνω < πρόθημα απο- + ρήμα κλίνω

  Επίθετο επεξεργασία

αποκλίνων, -ουσα, -ον

  • που αποκλίνει
  • που έχει πλάγια κλίση
  • που δεν ακολουθεί τις κυρίαρχες τάσεις, που εμφανίζει ιδιαιτερότητες
  • ο διαφορετικός
  • (ψυχολογία) αποκλίνουσα σκέψη / νόηση: μόρφη σκέψης που βασίζεται στο να σκέφτεται κάποιος πολλές πρωτότυπες και ασυνήθιστες λύσεις για την επίλυση ενός προβλήματος
  • (φυσική) αποκλίνοντες φακοί: φακοί που προκαλούν εκτροπή των παράλληλων ακτίνων

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία