• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

matto

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Επίθετο
  • 2 Φινλανδικά (fi)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Επίθετο

επεξεργασία
  ενικός πληθυντικός
αρσενικό matta matti
θηλυκό matta matte

matto (it)

  • τρελός



Φινλανδικά (fi)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

matto (fi)

  • χαλί
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=matto&oldid=4676191"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Ιουλίου 2020, στις 09:20

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Svenska
    • ไทย
    • Tagalog
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Ιουλίου 2020, στις 09:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας