Επίθετο

επεξεργασία

freak (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • σπάνιος, για ένα γεγονός ή τον καιρό που είναι πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο
    ⮡  a freak occurrence - σπάνιο φαινόμενο
    ⮡  It’s some freak weather, it’s raining when you don’t expect it.
    Ο καιρός έχει τα καπρίτσια του, βρέχει όταν δεν το περιμένεις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
freak freaks

freak (en)

  1. (ανεπίσημο) η λόξα, η μανία, πρόσωπο με πολύ έντονο ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο θέμα
    ⮡  He’s a motorcycle/clean freak.
    Έχει λόξα με τις μοτοσικλέτες/με την καθαριότητα.
    ⮡  She’s a music freak.
    Έχει μανία για τη μουσική.
  2. το φρικιό
  3. (μερικές φορές υβριστικό) ο τέρας, το έκτρωμα, η τερατογένεση
    ⮡  a freak of nature - τέρας της φύσεως
  4. τα καπρίτσια, ένα πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο γεγονός
    ⮡  a freak of fate - τα καπρίτσια της τύχης
ενεστώτας freak
γ΄ ενικό ενεστώτα freaks
αόριστος freaked
παθητική μετοχή freaked
ενεργητική μετοχή freaking

freak (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)

  • τρομάζω, φοβάμαι ή φοβίζω
    ⮡  Tell him the news gently so he doesn’t freak (out).
    Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
    ⮡  Mice really freak her out.
    Την τρομάζουν πολύ τα ποντίκια.
    ⮡  This house freaks me out a little at night.
    Με τρομάζει/φοβίζει λίγο αυτό το σπίτι τη νύχτα.
    ⮡  Don’t freak out, there’s no danger.
    Μην φοβάστε, δεν υπάρχει κίνδυνος.



      ενικός         πληθυντικός  
freak freaks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

freak (fr) αρσενικό