freak
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfreak (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- σπάνιος, για ένα γεγονός ή τον καιρό που είναι πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο
- ⮡ a freak occurrence - σπάνιο φαινόμενο
- ⮡ It’s some freak weather, it’s raining when you don’t expect it.
- Ο καιρός έχει τα καπρίτσια του, βρέχει όταν δεν το περιμένεις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
freak | freaks |
freak (en)
- (ανεπίσημο) η λόξα, η μανία, πρόσωπο με πολύ έντονο ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ He’s a motorcycle/clean freak.
- Έχει λόξα με τις μοτοσικλέτες/με την καθαριότητα.
- ⮡ She’s a music freak.
- Έχει μανία για τη μουσική.
- ⮡ He’s a motorcycle/clean freak.
- το φρικιό
- (μερικές φορές υβριστικό) ο τέρας, το έκτρωμα, η τερατογένεση
- ⮡ a freak of nature - τέρας της φύσεως
- τα καπρίτσια, ένα πολύ ασυνήθιστο και απροσδόκητο γεγονός
- ⮡ a freak of fate - τα καπρίτσια της τύχης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | freak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | freaks |
αόριστος | freaked |
παθητική μετοχή | freaked |
ενεργητική μετοχή | freaking |
freak (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)
- τρομάζω, φοβάμαι ή φοβίζω
- ⮡ Tell him the news gently so he doesn’t freak (out).
- Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
- ⮡ Mice really freak her out.
- Την τρομάζουν πολύ τα ποντίκια.
- ⮡ This house freaks me out a little at night.
- Με τρομάζει/φοβίζει λίγο αυτό το σπίτι τη νύχτα.
- ⮡ Don’t freak out, there’s no danger.
- Μην φοβάστε, δεν υπάρχει κίνδυνος.
- ⮡ Tell him the news gently so he doesn’t freak (out).
Πηγές
επεξεργασία- freak (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- freak (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- freak (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
freak | freaks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfreak (fr) αρσενικό