φρικιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρικιό | τα | φρικιά |
γενική | του | φρικιού | των | φρικιών |
αιτιατική | το | φρικιό | τα | φρικιά |
κλητική | φρικιό | φρικιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾiˈco/ συγκρίνετε με τη λέξη φρικιώ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐κιό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρικιό ουδέτερο
- νεαρό (συνήθως) άτομο που, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τους γύρω του, ντύνεται, χτενίζεται ή συμπεριφέρεται διαφορετικά και αντισυμβατικά
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φρικιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας