Ετυμολογία en

επεξεργασία

barmy < barm + -y

  Προφορά

επεξεργασία

/ˈbɑːmi/

  Επίθετο

επεξεργασία

barmy συγκριτικός βαθμός: barmier; υπερθετικός βαθμός: barmiest

  1. τρελός, τρελάρας, τρελαμένος
  2. βλάκας, ηλίθιος