λάκκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λάκκος | οι | λάκκοι |
γενική | του | λάκκου | των | λάκκων |
αιτιατική | τον | λάκκο | τους | λάκκους |
κλητική | λάκκε | λάκκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάκκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λάκκος (νερόλακκος, πηγάδι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈla.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λάκ‐κος
- παρώνυμο: Λιάκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάκκος αρσενικό
- η κοιλότητα στο έδαφος ή γενικά σε οριζόντια επιφάνεια
- (μεταφορικά) ο τάφος στην έκφραση σκάβω το λάκκο
- ↪ Σκάβει το λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια.
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
λακκ-
λακκ-
- αλατόλακκος
- αξελάκκωτος
- ασβεστόλακκος
- βαθύλακκος
- βατόλακκος
- καρβουνόλακκος
- κατάλακκα (επίρρημα)
- κοπρόλακκος
- λάκκα
- λακκάκι
- λακκερός
- λακκιασμένος
- λακκούβα
- λακκουβάκι
- λακκουβάρα
- λακκουβιάζω
- λακκουβίτσα
- λακκουδάτος
- λακκούδι
- λακκουδιασμένος
- λακκουδομάγουλος
- λακκουδπίγουνος
- λακκουδοπιγουνάτος
- λακκοειδής, λακκοειδές
- λακκονέρι
- λάκκωμα
- λακκωματιά
- λακκωμένος
- νερόλακκος
- πατητηρόλακκος
- πετρόλακκος
- ξελακκιάζω
- ξελακκίζω
- ξελάκκισμα
- ξελάκκωμα
- ξελακκώνω, ξελακκώνομαι
- τσιμεντόλακκος
- χαμόλακκος
- χιονόλακκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάκκος
Πηγές επεξεργασία
- λάκκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λάκκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λάκκος | οἱ | λάκκοι |
γενική | τοῦ | λάκκου | τῶν | λάκκων |
δοτική | τῷ | λάκκῳ | τοῖς | λάκκοις |
αιτιατική | τὸν | λάκκον | τοὺς | λάκκους |
κλητική ὦ! | λάκκε | λάκκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάκκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λάκκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος). Συγγενή: λατινική lacus > γαλλική lac, αγγλική lake
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάκκος, -ου αρσενικό
- τρύπα στο έδαφος
- φυσική ή τεχνητή λίμνη
- πρωτόγονη φυλακή ή θηριοτροφείο
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
λακκ-
λακκ-
Πηγές επεξεργασία
- λάκκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάκκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.