↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκρητισμός οι συγκρητισμοί
      γενική του συγκρητισμού των συγκρητισμών
    αιτιατική τον συγκρητισμό τους συγκρητισμούς
     κλητική συγκρητισμέ συγκρητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syncrétisme < ελληνιστική κοινή συγκρητισμός (συμμαχία κρητικών πόλεων)[1] < συγκρητίζω < σύν (συγ-) + Κρής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκρη‐τι‐σμός
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κρη‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκρητισμός αρσενικό

  1. ανάμειξη
     συνώνυμα: συγκερασμός, συγχώνευση
  2. (θρησκεία, ιστορία) η συγχώνευση στοιχείων από ελληνορωμαϊκές και ανατολικές λατρείες κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή
  3. (φιλοσοφία, πολιτική) η ανάμειξη διαφορετικών ή ανόμοιων φιλοσοφικών θεωριών ή πολιτικών
     συνώνυμα: εκλεκτικισμός
  4. (γλωσσολογία) η ανάμειξη ή συγχώνευση καταλήξεων διαφορετικών κλίσεων σ' έναν τύπο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκρητισμός οἱ συγκρητισμοί
      γενική τοῦ συγκρητισμοῦ τῶν συγκρητισμῶν
      δοτική τῷ συγκρητισμ τοῖς συγκρητισμοῖς
    αιτιατική τὸν συγκρητισμόν τοὺς συγκρητισμούς
     κλητική ! συγκρητισμέ συγκρητισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκρητισμώ
γεν-δοτ τοῖν  συγκρητισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρητισμός (ελληνιστική κοινή) < συγκρητίζω + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκρητισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία