εκλεκτικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλεκτικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eclectic(ism) + -ισμός < eclectic < αρχαία ελληνική Ἐκλεκτικοί (εννοείται φιλόσοφοι), πληθυντικός αριθμός του ἐκλεκτικός < ἐκλέγω < λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kle.kti.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλε‐κτι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκλεκτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η τάση επιλογής των «καλύτερων» αρχών, θέσεων, απόψεων ή μεθόδων από τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και η τάση προς κατάργηση των αντιθέσεων ή των αντιφάσεων μεταξύ τους
- (καλές τέχνες) ανάλογη τάση στις καλές τέχνες
- ※ Ακόμη ότι όλα τα ευρήματα του ταφικού μνημείου χαρακτηρίζονται από εκλεκτικισμό, που συνάδει με την ταραγμένη εκείνη εποχή και καταδεικνύει την εξουσία, τη δύναμη αλλά και την οικονομική ευρωστία των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι που αποτυπώνεται και καλλιτεχνικάˈ' (* εφημερίδα Το Έθνος)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκλεκτικιστής
- εκλεκτικίστρια
- εκλεκτικιστικά
- εκλεκτικιστικός
- εκλεκτός
- → και δείτε τις λέξεις εκλέγω και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκλεκτικισμός