éclectisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.klɛk.tism/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éclectisme | éclectismes |
éclectisme (fr) αρσενικό
- ο εκλεκτισμός, ο εκλεκτικισμός
ενικός | πληθυντικός |
éclectisme | éclectismes |
éclectisme (fr) αρσενικό