συγκρητιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκρητιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syncrétiste
Επίθετο
επεξεργασίασυγκρητιστικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον συγκρητισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκρητικός
- συγκρητισμός
- → και δείτε τις λέξεις συν και Κρήτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκρητιστικός
Πηγές
επεξεργασία- συγκρητιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)