↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρητιστικός η συγκρητιστική το συγκρητιστικό
      γενική του συγκρητιστικού της συγκρητιστικής του συγκρητιστικού
    αιτιατική τον συγκρητιστικό τη συγκρητιστική το συγκρητιστικό
     κλητική συγκρητιστικέ συγκρητιστική συγκρητιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρητιστικοί οι συγκρητιστικές τα συγκρητιστικά
      γενική των συγκρητιστικών των συγκρητιστικών των συγκρητιστικών
    αιτιατική τους συγκρητιστικούς τις συγκρητιστικές τα συγκρητιστικά
     κλητική συγκρητιστικοί συγκρητιστικές συγκρητιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρητιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syncrétiste

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκρητιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία