↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύσταση οι συστάσεις
      γενική της σύστασης* των συστάσεων
    αιτιατική τη σύσταση τις συστάσεις
     κλητική σύσταση συστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύσταση < καθαρεύουσα σύστασις < συν- + στάση (< στάσις)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sístasi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύσταση θηλυκό

  1. το υλικό ή οι ουσίες από τις οποίες αποτελείται κάτι
    η σύσταση του φαρμάκου
     συνώνυμα: σύνθεση
  2. (συνεκδοχικά) τα μέλη ή τα όργανα από τα οποία αποτελείται ένα σύνθετο σύνολο
    για τη σύσταση του συμβουλίου έγινε πολύ λόγος
     συνώνυμα: σύνθεση
  3. η οργάνωση ανθρώπων σε ένα σύνολο με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών
    αποφασίστηκε η σύσταση εταιρείας
     συνώνυμα: συγκρότηση
  4. (στρατιωτικός όρος) η ανοργάνωτη κι άτακτη συσπείρωση στρατιωτών γύρω από ένα σημείο ή πρόσωπο με σκοπό την απόκρουση μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης
  5. (πληθυντικός) η γνωστοποίηση από κάποιον του ονόματος, του επαγγέλματος ή κάθε άλλης ιδιότητας ενός προσώπου που θεωρείται απαραίτητη στην πρώτη συνάντησή του με κάποιον τρίτο
    θα κάνεις τις συστάσεις; Δεν τους γνωρίζω όλους εδώ
     συνώνυμα: γνωριμία
  6. έγγραφο, που παρέχεται από τον εργοδότη συνήθως, το οποίο πιστοποιεί τις ικανότητες ενός ατόμου και την προηγούμενη επαγγελματική ή άλλου είδους εμπειρία του
    πήρε τις καλύτερες συστάσεις για τον μελλοντικό του ενοικιαστή
     συνώνυμα: συστατική επιστολή
  7. προτροπή ή συμβουλή σε κάποιον, για να ενεργήσει σε κάτι ή να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά
    η σύσταση του γιατρού ήταν να πίνει πολλά υγρά
     συνώνυμα: νουθεσία, υπόδειξη
  8. η άσκηση κριτικής που συνοδεύεται από υποδείξεις
    η σύσταση του καθηγητή τον έκανε να μελετήσει περισσότερο
     συνώνυμα: παρατήρηση
  9. η διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας κάποιου
    ήθελα να σου στείλω λουλούδια, αλλά δεν είχα τη σύστασή σου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία