Δείτε επίσης: ὁλκός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολκός οι ολκοί
      γενική του ολκού των ολκών
    αιτιατική τον ολκό τους ολκούς
     κλητική ολκέ ολκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁλκός < ἕλκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /olˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολ‐κός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολκός αρσενικό

  1. αυλάκωση αυλάκι (που έχει σχηματιστεί από κάτι που σύρθηκε) [1]
     συνώνυμα: αυλακιά, χαρακιά, συρμή
  2. (τεχνολογία)
    1. συνώνυμο του ελκυστήρας[1]
    2. σύστημα που χρησιμεύει στη στρέψη κάποιου πράγματος
    3. σύστημα μηχανής συρματοποίησης με οπές απ’ όπου διέρχονται μεταλλικές ράβδοι και στη συνέχεια μετατρέπονται σε σύρματα[2]
  3. (ναυπηγική, ναυτικός όρος)
    1. δοκός σε επικλινή επιφάνεια, χρήσιμη για την καθέλκυση ή ανέλκυση ενός πλοίου [2]
    2. (ιστορία, στην αρχαιότητα) όχημα με τροχούς για τη μεταφορά πλοίων[1]
    3. σχοινί που χρησιμεύει στη στρέψη ενός ιστίου[2]
  4. (παρωχημένο, λόγιο) η έλξη, η έλκυση [2]
     συνώνυμα: έλξη, σύρσιμο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 ολκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)