ολκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολκός | οι | ολκοί |
γενική | του | ολκού | των | ολκών |
αιτιατική | τον | ολκό | τους | ολκούς |
κλητική | ολκέ | ολκοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁλκός < ἕλκω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /olˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ολ‐κός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολκός αρσενικό
- αυλάκωση αυλάκι (που έχει σχηματιστεί από κάτι που σύρθηκε) [1]
- (τεχνολογία)
- (ναυπηγική, ναυτικός όρος)
- (παρωχημένο, λόγιο) η έλξη, η έλκυση [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολκός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 ολκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)