• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έλκυση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έλκυση οι ελκύσεις
      γενική της έλκυσης* των ελκύσεων
    αιτιατική την έλκυση τις ελκύσεις
     κλητική έλκυση ελκύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελκύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έλκυση < ελληνιστική κοινή ἕλκυσις < ἑλκύω < αρχαία ελληνική ἕλκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έλκυση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ελκύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • έλξη
  • ελκυσμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    έλκυση
  • γαλλικά : hissage (fr), tirage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έλκυση&oldid=7124766"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:57

Γλώσσες

    • Français
    • Limburgs
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:57.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας