έλκυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλκυση | οι | ελκύσεις |
γενική | της | έλκυσης* | των | ελκύσεων |
αιτιατική | την | έλκυση | τις | ελκύσεις |
κλητική | έλκυση | ελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έλκυση < ελληνιστική κοινή ἕλκυσις < ἑλκύω < αρχαία ελληνική ἕλκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέλκυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ελκύω