ελκυσμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ελκυσμός | οι | ελκυσμοί |
γενική | του | ελκυσμού | των | ελκυσμών |
αιτιατική | τον | ελκυσμό | τους | ελκυσμούς |
κλητική | ελκυσμέ | ελκυσμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελκυσμός αρσενικό
- η δύναμη που δημιουργείται από την κίνηση αερίων σε ένα αγωγό (φυσικός ελκυσμός - προκύπτει από τη γεωμετρία του χώρου / τεχνητός ελκυσμός που προκύπτει από χρήση μηχανικών μέσων)
- Στους ατμοσφαιρικούς λέβητες όμως, η καπνοδόχος πρέπει να έχει τον κατάλληλο ελκυσμό (τράβηγμα) (Στοιχεία Σχεδιασμού Κεντρικών Θερμάνσεων, 2013-2014)
- η δύναμη που χρειάζεται για έλξη ενός αντικειμένου
- τράβηγμα σελ. 420, Λεξικο της Μεσαιωνικης Ελληνικης δημωδους γραμματειας: 1100-1669, Εμμανουήλ Κριαρά
- Ο επί τα άνω ελκυσμός τοΰ δέρματος πρό της τομής (Εγχειρίδιο Χειρουργικής 1853)
- Ο πλήθους επί τω θεάματι τούτοι, ό φρικώδης ελκυσμός του σώματος του άτυχους νέου υπό των αφηνιασάντων ίππων (σελ. 358, Αρμονία, επιστημονικόν περιοδικόν σύγγραμμα, 1901)
- απαγωγή σελ. 420, Λεξικο της Μεσαιωνικης Ελληνικης δημωδους γραμματειας: 1100-1669, Εμμανουήλ Κριαρά
- διαρπαγή [1]
- ιατρικός όρος, περιγραφόμενος το 1908 στο Σύγγραμμα περιοδικόν τομ. 30-31, σελ. 44: ..έτερον επίσης υψίστης κλινικής σπουδαιότητος σύμπτωμα είναι ο ελκυσμός, ο σχηματισμός δηλ. κοιλότητος κατά την εισπνοήν επί του επιγαστρίου..
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελκυσμός