Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δίολκος οι δίολκοι
      γενική του/της
του
διόλκου
δίολκου
των διόλκων
    αιτιατική τον/τη δίολκο τους/τις
τους
διόλκους
δίολκους
     κλητική δίολκε δίολκοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίολκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίολκος (αρσενικό)[1] < αρχαία ελληνική διέλκω < διά (δί-) + ἕλκω / ὁλκός (ουσιαστικό και επίθετο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.ol.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐ολ‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίολκος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. Το θηλυκό η δίολκος εξαιτίας του ουσιαστικού οδός.