Πρόθεση χρόνου
|
Χρήση
|
Παραδείγματα
|
at |
- με συγκεκριμένες στιγμές, με ώρες
- με τα: at night / at the weekend[1]
- με συγκεκριμένες φράσεις, όπως: at present, at the age of, at the moment, at the same time κ.λπ.
|
- Max arrived at dinnertime, at about 6pm. - Ο Μαξ έφτασε στην ώρα του δείπνου κατά τις 6μμ.
- You mustn't walk alone at night. - Δεν πρέπει να περπατάς μόνος τη νύχτα.
- The administrator is not in his office at present / at the moment. - Ο διαχειριστής δεν είναι στο γραφείο του τώρα / αυτήν τη στιγμή.
|
in |
- με τμήματα χρόνων, μηνών, ημερών, εποχών, ιστορικών περιόδων
- για να αναφερθούμε σε κάποια στιγμή στο μέλλον
- με συγκεκριμένες φράσεις, όπως: in the past, in the future, every once in a while κ.λπ.
|
- Dad was abruptly woken up in the night by a loud scream. - Ο μπαμπάς ξύπνησε απότομα μέσα στη νύχτα από μία ισχυρή κραυγή. (κατά τη διάρκεια εκείνης της συγκεκριμένης νύχτας)
- In two months' time, Isaiah will be graduating. - Σε δύο μήνες, ο Ησαΐας θα αποφοιτήσει.
- Every once in a while, he goes on business trips. - Μια στο τόσο / Περιστασιακά πηγαίνει σε επαγγελματικά ταξίδια.
|
on |
- με ημερομηνίες
- με ημέρες (ή με τμήματα της ημέρας όταν αναφέρεται μαζί η ημέρα)
- με το: on the weekend[1]
|
- Tomas has an interview on September 16th. - Ο Τόμας έχει μία συνέντευξη στις 16 Σεπτεμβρίου.
- I'm throwing a party on Friday / Friday evening. - Διοργανώνω ένα πάρτι την Παρασκευή / το απόγευμα της Παρασκευής.
- What do you usually do on the weekends? - Τι κάνεις συνήθως τα Σαββατοκύριακα;
|
by + ουσιαστικό ή συγκεκριμένη ώρα / ημερομηνία |
- με τη σημασία: πριν από
- με τη σημασία: μέχρι, έως
|
- Make sure you're home by ten. - Βεβαιώσου ότι είσαι σπίτι πριν τις δέκα.
- By June 15th, the exams will be over. - Μέχρι τις 15 Ιουνίου οι εξετάσεις θα έχουν τελειώσει.
|
during + ουσιαστικό
while + υποκείμενο + ρήμα
|
- για μία χρονική περίοδο όταν μία ενέργεια συνέβη
|
- They had an opportunity to talk during breakfast. - Είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν κατά τη διάρκεια του πρωινού.
- They had an opportunity to talk while they were having breakfast. - Είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν καθώς έτρωγαν πρωινό.
|
by the time + υποκείμενο + ρήμα |
- με τη σημασία: ώσπου, μέχρι τη στιγμή, ως την ώρα που θα γίνει κάτι, κάτι άλλο θα έχει γίνει εκ των προτέρων
|
- By the time you arrive home, it'll be dark. - Ώσπου να φτάσεις σπίτι, θα έχει σκοτεινιάσει.
|
until / till |
- για μία δραστηριότητα που συνεχίζει έως ένα σημείο και ύστερα σταματά: έως, μέχρι
|
- The stop is open until / till 9pm. - Το κατάστημα είναι ανοιχτό έως τις 9μμ.
|
not … until |
- με τη σημασία: δε(ν) … ωσότου, μέχρι (που) να
|
- I will not leave until you apologise to me. - Δε θα φύγω μέχρι να μου ζητήσεις συγγνώμη.
|
from … to
from … through (ΗΠΑ)
|
- η αρχή και το τέλος μίας χρονικής περιόδου: από … μέχρι / έως
|
- The coupon is available from Tuesday to Sunday. - Το κουπόνι είναι διαθέσιμο από την Τρίτη έως την Κυριακή.
- My cousin lived in Australia from 2009 through 2015. - Η ξαδέρφη μου ζούσε στην Αυστραλία από το 2009 έως το 2015.
|
between |
- για μία δραστηριότητα κατά τη διάρκεια μίας χρονικής περιόδου: μεταξύ
|
- The shopping centre is quite crowded between 4pm and 10pm. - Το εμπορικό κέντρο είναι αρκετά συνωστισμένο μεταξύ 4μμ και 10μμ.
|
in the beginning
in the end
|
- χρησιμοποιούνται πριν από υποκείμενο + ρήμα
|
- In the beginning I was surprised by his magic tricks. - Στην αρχή έμεινα έκπληκτος από τα μαγικά του κόλπα.
- Jenny was going to jog, but in the end she cycled. - Η Τζένη επρόκειτο να κάνει τζόκινγκ, αλλά στο τέλος έκανε ποδήλατο.
|
at the beginning of
at the end of
|
- χρησιμοποιούνται πριν από ουσιαστικό
|
- At the beginning of the lesson, the teacher asked the students to turn in their homework. - Στην αρχή του μαθήματος, ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παραδώσουν τις εργασίες τους.
- The winners of the competition will be announced at the end of the week. - Οι νικητές του διαγωνισμού θα ανακοινωθούν στο τέλος της εβδομάδας.
|
at first
at last[2]
|
- στην αρχή μίας χρονικής περιόδου: στην αρχή, αρχικά
- αφού έχει περάσει πολύς καιρός: στο τέλος, τελικά
|
- At first the film seemed exciting, but it turned out to be very boring. - Στην αρχή η ταινία φαινόταν συναρπαστική, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ βαρετή.
- It was a long trip, but at last we arrived in Athens. - Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά στο τέλος φτάσαμε στην Αθήνα.
|
in time
on time
|
- που έγινε εγκαίρως, πιο νωρίς, μέσα στη χρονική διορία
- που έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή που είχε προγραμματιστεί, που είχε οριστεί
- συνήθως συναντώνται με το «just» ή το «right»
|
- We got to the airport in time to catch our flight. - Φτάσαμε στο αεροδρόμιο έγκαιρα για να προλάβουμε την πτήση μας.
- You should start getting ready for your interview. You must be on time! - Θα πρέπει να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι για τη συνέντευξή σου. Πρέπει να είσαι στην ώρα σου!
|