Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας confess
γ΄ ενικό ενεστώτα confesses
αόριστος confessed
παθητική μετοχή confessed
ενεργητική μετοχή confessing

  Ρήμα επεξεργασία

confess (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ομολογώ, παραδέχομαι, ειδικά τυπικά ή στην αστυνομία, ότι έχω κάνει κάτι λάθος ή παράνομο
    They tortured him to confess.
    Τον βασάνισαν για να ομολογήσει.
    She confessed that she had stolen the jewelry.
    Ομολόγησε ότι είχε κλέψει τα κοσμήματα.
    He confessed having stolen it.
    Παραδέχτηκε ότι το έκλεψε.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ομολογώ, παραδέχομαι, κάτι για το οποίο νιώθω ντροπή ή αμηχανία
    He confessed he told lies.
    Ομολόγησε ότι είπε ψέματα.
    I confess that I’m scared of airplanes/snakes.
    Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τ' αεροπλάνα/τα φίδια.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξομολογούμαι, κάνω μια εξομολόγηση, ομολογώ σε έναν ιερέα τις αμαρτίες μου
    I am confessing my sins.
    Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία