ενικός         πληθυντικός  
confession confessions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confession (en)

  1. η ομολογία
  2. η εξομολόγηση



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
confession confessions

confession (fr) θηλυκό

  1. η ομολογία
  2. η εξομολόγηση
  3. το θρήσκευμα, η θρησκεία

Συγγενικά

επεξεργασία