confession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confession | confessions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconfession (en)
- η ομολογία
- η εξομολόγηση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confession | confessions |
confession (fr) θηλυκό
- η ομολογία
- η εξομολόγηση
- το θρήσκευμα, η θρησκεία