confessionnal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαconfessionnal < confession + -al
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ̃.fɛ.sjɔ.nal/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
confessionnal | confessionnaux |
confessionnal (fr) αρσενικό
confessionnal < confession + -al
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
confessionnal | confessionnaux |
confessionnal (fr) αρσενικό