Ετυμολογία

επεξεργασία

confessionnel < → δείτε τις λέξεις confession και -el

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό confessionnel confessionnels
θηλυκό confessionnelle confessionnelles

confessionnel (fr)