ωσότου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωσότου < (ελληνιστική κοινή) ἕως ὅτου
Σύνδεσμος
επεξεργασία
ωσότου (χρονικός σύνδεσμος)
- εισάγει δευτερεύουσα χρονική πρόταση που δηλώνει το χρόνο κατά τον οποίο παύει να συμβαίνει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση