Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέχρις ότου < → δείτε τις λέξεις μέχρι και ότου

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μέχρις ότου

  1. μέχρι να
    ※  απομένουν μόλις επτά μήνες μέχρις ότου οι Σκωτσέζοι προσέλθουν στις κάλπες για να ψηφίσουν «ναι» ή «όχι» στην ανεξαρτησία (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16 Φεβρουαρίου 2014)

  Μεταφράσεις επεξεργασία