Δείτε επίσης: -πόλεμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόλεμος οι πόλεμοι
      γενική του πολέμου
πόλεμου
των πολέμων
    αιτιατική τον πόλεμο τους πολέμους
πόλεμους
     κλητική πόλεμε πόλεμοι
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι πολέμοι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόλεμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόλεμος και πτόλεμος < ιαπετ. ρίζα πελ- και πολ- συγγενές με το παλέω και πάλλω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐λε‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόλεμος αρσενικό

  1. ένοπλη σύρραξη μεταξύ κρατών, στρατευμάτων ή φατριών, οργανώσεων κλπ, που διεξάγεται σε ένα ή περισσότερα μέτωπα και περιλαμβάνει μία ή περισσότερες μάχες
    ⮡  ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος στην αρχαία Ελλάδα
     αντώνυμα: ειρήνη
  2. (μεταφορικά) γενικευμένος προληπτικός αγώνας ή έντονη διαμάχη
    ⮡  πόλεμος κατά των ναρκωτικών
    ⮡  μετά το διαζύγιο, του κήρυξε τον πόλεμο
    ⮡  πόλεμος για τη διαδοχή στο κόμμα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • αμυντικός πόλεμος: πόλεμος που διεξάγει ένα κράτος ή μια οργάνωση για την απώθηση του αντιπάλου
  • εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος: πόλεμος για την απόκτηση πολιτικής ανεξαρτησίας ενός έθνους
  • έγκλημα πολέμου
  • εγκληματίας πολέμου
  • εμφύλιος πόλεμος: πόλεμος μεταξύ στρατευμάτων και φατριών ενός κράτους ή μεταξύ φατριών στις οποίες μετέχει και τμήμα του στρατού
  • επεκτατικός πόλεμος ή ιμπεριαλιστικός πόλεμος: πόλεμος που ξεκινά από ένα κράτος με σκοπό την επέκταση της επικράτειάς του
  • ιερός πόλεμος: αυτός που ξεκινά με θρησκευτικά αίτια ή αφορμές
  • ολοκληρωτικός πόλεμος : πόλεμος χωρίς ηθικά όρια που έχει σκοπό την τελική εξόντωση του αντιπάλου
  • παγκόσμιος πόλεμος: πόλεμος στον οποίο συμμετέχουν σχεδόν όλες οι σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου
  • πυρηνικός πόλεμος : εκείνος που διεξάγεται με πυρηνικά όπλα
  • συμβατικός πόλεμος : εκείνος που διεξάγεται χωρίς πυρηνικά όπλα
  • χημικός πόλεμος, βιολογικός πόλεμος και βακτηριολογικός πόλεμος: θεωρητικά απαγορευμένα μέσα πολέμου στα οποία γίνεται χρήση συγκεκριμένων ουσιών ή μικροβίων και ιών.
  • ψυχολογικός πόλεμος : εκείνος που διεξάγεται σε ψυχολογικό επίπεδο με σκοπό την πτώση του ηθικού του αντιπάλου
  • ψυχρός πόλεμος: εκείνος που δε διεξάγεται εν θερμώ και με όπλα, αλλά με αμοιβαία απειλή, κατασκοπία και οικονομικό αποκλεισμό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις

επεξεργασία