φλασκί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλασκί | τα | φλασκιά |
γενική | του | φλασκιού | των | φλασκιών |
αιτιατική | το | φλασκί | τα | φλασκιά |
κλητική | φλασκί | φλασκιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλασκί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλασκί(ν), φλασκίον, υποκοριστικό του φλάσκα/φλάσκη < προέλευσης από την μεσαιωνική λατινική , και την πρωτογερμανική *flaskǭ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /flaˈsci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλα‐σκί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλασκί ουδέτερο
- δοχείο για υγρά (νερό, κρασί, κ.ά.) φτιαγμένο από πηλό, ξύλο, αποξηραμένη νεροκολοκύθα ή γιδοτόμαρο, και σχετικά μικρό για εύκολη μεταφορά
- μικρή μεταλλική φιάλη για οινοπνευματώδη ποτά, με καμπύλο σχήμα για να χωρά στην πίσω τσέπη του παντελονιού
- ※ Ο φίλος μου είχε ένα φλασκί με ουίσκι, το παίρνω και πίνω. (Περιοδικό Schooligans (Αθήνα), τχ. 16, Νοέμβριος 2009, σελ. 20)
- (φυτό) ο καρπός της νεροκολοκυθιάς, της φλασκιάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- Πότε πίτα με φλασκί, πότε πίτα μοναχή (λαϊκή παροιμία) : Να είμαστε ευχαριστημένοι και με τα λιγότερα, όταν τα περισσότερα δεν είναι διαθέσιμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλασκί ουδέτερο
- άλλη μορφή του φλασκίον
- ※ ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, Ε 1143-1144, π. 1645)
- Ἤπιασεν ὁ Pωτόκριτος τ' ἄλλο φλασκί, καὶ βάνει / εἰς τὰ μαλλιά, καὶ πρόσωπο, σὰν πρώτας τὸ μελάνι.
- άλλες μορφές: φλασκίν