τσότρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσότρα | οι | τσότρες |
γενική | της | τσότρας | — | |
αιτιατική | την | τσότρα | τις | τσότρες |
κλητική | τσότρα | τσότρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσότρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çotra < ιταλική ciotola < λατινική cyathus < αρχαία ελληνική κύαθος [1] (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσότρα θηλυκό
- ξύλινη κανάτα για κρασί ή νερό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τσότρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας