Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεροκολοκυθιά οι νεροκολοκυθιές
      γενική της νεροκολοκυθιάς των νεροκολοκυθιών
    αιτιατική τη νεροκολοκυθιά τις νεροκολοκυθιές
     κλητική νεροκολοκυθιά νεροκολοκυθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεροκολοκυθιά < νερο- + κολοκυθιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾo.ko.lo.ciˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐κο‐λο‐κυ‐θιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεροκολοκυθιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία